αλύχτημα

αλύχτημα
το лай; тявканье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλύχτημα" в других словарях:

  • αλύχτημα — το [αλυχτώ] υλακή, γάβγισμα …   Dictionary of Greek

  • αλύχτημα — το, ατος το γάβγισμα του σκύλου: Μακριά ακούγονταν αλυχτήματα σκυλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυχτησιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα …   Dictionary of Greek

  • αλυχτιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα …   Dictionary of Greek

  • αλυχτομανητό — το [αλυχτομανώ] επίμονο και παρατεταμένο αλύχτημα τών σκυλιών …   Dictionary of Greek

  • αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ …   Dictionary of Greek

  • γάβγισμα — και γάβλισμα, το το αλύχτημα, η φωνή του σκύλου …   Dictionary of Greek

  • γάου — (μόριο) αποδίδει το αλύχτημα του σκύλου, γαβ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • σκούξιμο — το, Ν 1. δυνατή και γοερή κραυγή 2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός 3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έ σκουξ α, αόρ. τού ρ. σκούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)] …   Dictionary of Greek

  • γάβγισμα — το οι κραυγές του σκύλου, το αλύχτημα: Δεν κοιμήθηκα το βράδυ γιατί με ενοχλούσε το γάβγισμα ενός σκύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»